- ἀβασίλευτος
- ἀβασίλευτοςnot ruled by a kingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… … Dictionary of Greek
αβασίλευτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει βασιλιά για ανώτατο άρχοντα: Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε αβασίλευτη δημοκρατία. 2. (για τον ήλιο και τα άστρα), αυτός που δεν έδυσε ακόμη: Η πούλια ήταν ακόμη αβασίλευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβασίλευτον — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc sg ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασιλεύτοις — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασιλεύτου — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασιλεύτους — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασιλεύτων — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασιλεύτῳ — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασίλευτα — ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασίλευτοι — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)